άρπαγας

άρπαγας
ο (AM ἄρπαξ, [-αγος], Μ και ἅρπαγος, -ον)
αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αρπάγιον (-άγι).
ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ
μσν.
δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ
(μσν.νεοελλ.) φιλάρπαξ (-αγας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άρπαγας, ο — και άρπαγος,ο αυτός που αρπάζει: Δε φαντάζεσαι πόσο άρπαγος είναι ο άνθρωπος αυτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁρπαγάς — ἁρπαγά̱ς , ἁρπαγή seizure fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάγας — ἁρπάγᾱς , ἁρπάγη hook fem acc pl ἁρπάγᾱς , ἁρπάγη hook fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅρπαγας — ἅρπαξ robbing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • възхыщениѥ — ВЪЗХЫЩЕНИ|Ѥ (52), ˫А с. 1. Получение чего л., овладение чем л.: и тщаливии будемъ на всхыщение цр(с)тви˫а нб(с)наго (εἰς τὸ ἁρπάσαι) ФСт XIV, 227в; въ простотѣ бо ходѩще зла не желають. и скровищь многоцѣнъныхъ. не требують снискати и на… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Minuscule 460 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 460 Text Acts of the Apostles, Catholic epistles, Pauline epistles Date 13th century Script …   Wikipedia

  • Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • άρπαγος — (6ος αι. π.Χ.).Μήδος στρατηγός, στον οποίο ο βασιλιάς Αστυάγης είχε αναθέσει να σκοτώσει τον νεογέννητο εγγονό του Κύρο Β’, γιο της κόρης του Μανδάνης και του βασιλιά των Περσών Καμβύση Α’. Ο Ά. δεν πραγματοποίησε την εντολή του βασιλιά και… …   Dictionary of Greek

  • άρπαξ — ο, η (Α) βλ. άρπαγας …   Dictionary of Greek

  • αδράχτης — (I) ο [αδράχτι] το αδράχτι. (II) ο [αδράχνω] άρπαγας, κλεφταράς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”